μαγνητίζω

μαγνητίζω
μαγνητίζω, μαγνήτισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαγνητίζω — 1. επιδρώ με μαγνήτη, έλκω κάτι χρησιμοποιώντας μαγνήτη ή μεταδίδω τις ιδιότητες τού μαγνήτη σε έλασμα σιδήρου, μετατρέπω ένα σώμα σε μαγνήτη 2. μτφ. επιδρώ σε κάποιο άτομο με μυστηριώδη τρόπο τόσο ώστε να περιπέσει σε καταληπτική κατάσταση 3.… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητίζω — μαγνήτισα, μαγνητίστηκα, μαγνητισμένος 1. μετατρέπω κάτι σε μαγνήτη. 2. μτφ., γοητεύω, θέλγω, υπνωτίζω: Τα μάτια της μας μαγνήτισαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαγνήτιστος — η, ο [μαγνητίζω] 1. αυτός που δεν μαγνητίστηκε ή δεν μπορεί να μαγνητιστεί 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γοητεύεται, δεν έλκεται από άλλον σαν από μαγνήτη …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτιση — η 1. η μετάδοση τών ιδιοτήτων τού μαγνήτη σε άλλα σώματα, η μετατροπή ενός μετάλλου σε μαγνήτη 2. μτφ. η άσκηση γοητείας πάνω σε κάποιον, έλξη, καταγοήτευση, μάγεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνητίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Καλλιβούρση] …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτισμα — το η μαγνήτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνητίζω. Η λέξη μαρτυρείται από το 1877 στο περιοδικό Όμηρος] …   Dictionary of Greek

  • μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”